- μασόνος
- ο1. τέκτων, ελευθεροτέκτων, αλλ. φραμασόνος και φαρμασόνος2. μτφ. α) άνθρωπος ύπουλος, με ύποπτες προθέσειςβ) άνθρωπος επίμονος, πεισματάρης, δύσκολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. massone «τέκτων, κτίστης»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασόνος — ο 1. ο οπαδός του μασονισμού, ο τέκτονας. 2. μτφ., ο ύπουλος άνθρωπος, αυτός που ενεργεί κρυφά: Σ’ αυτήν την παρέα μαζεύτηκαν όλοι οι μασόνοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραμασόνος — και φαρμασόνος, ο, Ν ο μασόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frammassone < αγγλ. freemason < free «ελεύθερος» + mason «μασόνος, τέκτονας»] … Dictionary of Greek
ελευθεροτέκτονας — ο οπαδός τού ελευθεροτεκτονισμού, μασόνος … Dictionary of Greek
μασονία — Βλ. λ. τεκτονισμός. * * * η [μασόνος] 1. η εταιρεία τών μασόνων 2. μασονισμός, τεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός … Dictionary of Greek
μασονικός — ή, ό [μασόνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μασόνους ή στη μασονία, ελευθεροτεκτονικός … Dictionary of Greek
μασονισμός — ο τεκτονισμός, ελευθεροτεκτονισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μασόνος + ισμός*] … Dictionary of Greek
τέκτονας — ο / τέκτων, ονος, ό, και σπάν. η, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τέκταινα Α τεχνίτης διαφόρων κατασκευών από ξύλο, ιδίως ξυλουργός, ναυπηγός ή οικοδόμος (α. «κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτων τέκτονι», Ησίοδ. β. «τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ… … Dictionary of Greek
ελευθεροτέκτονας — ο ο οπαδός του τεκτονισμού, ο μασόνος, ο φραμασόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέκτονας — ο 1. ξυλουργός, οικοδόμος, μάστορας. 2. μέλος του τεκτονισμού (βλ. λ.), μασόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμασόνος — φαρμασόνος, ο και φραμασόνος, ο θηλ. όνα (λ. ιταλ.) 1. ο μασόνος, ο ελεύθερος τέκτονας. 2. (με παρετυμολογία από το φαρμάκι) πικρόχολος, κακεντρεχής: Δεν ακούς καλή κουβέντα απ αυτόν είναι φαρμασόνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)